- ἐλλογιμώτατος
- ἐλλόγιμοςheld in accountmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CASSIUS Longinus — I. CASSIUS Longinus Iurisconsultus, quod Cassii Caesaris percussoris nomen, et stemmata haberet, iussus est a Nerone mori. Pronepos fuit Servii Sulpitii ac eques Romanus. Tranquillus, Ner. c. 37. II. CASSIUS Longinus Philosophus, omnium sui… … Hofmann J. Lexicon universale
ελλόγιμος — η, ο (AM ἐλλόγιμος, ον) γνωστός, αξιόλογος για τη μόρφωση του μσν. νεοελλ. ελλόγιμος και (στον υπερθ. βαθμό) ελλογιμώτατος τιμητική προσφώνηση αρχ. μσν. (για πρόσ.) ευυπόληπτος, διαπρεπής αρχ. 1. αξιόλογος, ξεχωριστός 2. εύγλωττος 3. λογικός … Dictionary of Greek